- πρόδικοι
- πρόδικοςjudged firstmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πρόδικοι — Πρόδικος judged first masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПРОДИКИ — • Πρόδικοι, опекуны малолетних царей в Спарте (ближайший родственник по мужскому колену), которые заботились об их воспитании и, как правители государства, имели царскую власть; πρόδικος означало также вообще защитника чьих либо прав … Реальный словарь классических древностей
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
πρόδικος — (5ος αι. π.X.). Έλληνας φιλόσοφος που γεννήθηκε στην Κέα. Είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σοφιστικής κίνησης. Περιόδευσε πολύ καιρό όλη την Ελλάδα σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία ιδιαίτερα στην Αθήνα, όπου πήγε ως πρεσβευτής, και … Dictionary of Greek